- σεισμογραφικός
- -ή, -ό, Ναυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σεισμογράφο ή στη σεισμογραφία («σεισμογραφικές παρατηρήσεις»).[ΕΤΥΜΟΛ. < σεισμογράφος*. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1877 στον Μ. Δήμιτσα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σεισμογραφικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη σεισμογραφία: Σεισμογραφικά όργανα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)